Του Ηλία Γ. Μπέλλου
"Kακήν-κακώς" κατεβαίνουν Cosco και Maersk στον διαγωνισμό για τον Πειραιά καθώς μεγάλες ζημίες και περικοπές επενδύσεων υπονομεύουν την οικονομική τους ευρωστία προκαλώντας αμφιβολίες τόσο για το ύψος των προσφορών που ενδέχεται να καταβάλλουν όσο και για το εύρος των επενδύσεων που θα δεσμευτούν να υλοποιήσουν στην ΟΛΠ ΑΕ. Λίγες εβδομάδες πριν την καταληκτική ημερομηνία υποβολής δεσμευτικών προσφορών για το 51% του ΟΛΠ η οποία εχει προσδιοριστεί για τις 3 Δεκεμβρίου αμφότερες οι δυο επικρατέστερες υποψήφιες ναυτιλιακές ανακοίνωσαν δυσάρεστα νέα στις αγορές. Η  μεν China Cosco μητρική και συνδεμένη με την Cosco Pacific που κατεβαίνει στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ ανακοίνωσε ζημίες ύψους 269 εκατομμυρίων δολαρίων για το τρίτο τρίμηνο η δε Maersk πτώση 48% στα καθαρά κέρδη και περικοπή του προσωπικού και του επενδυτικού της προγράμματος.
Αιτία για τα προβλήματα αμφότερων των ναυτιλιακών η αναιμική ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου και τα πολύ χαμηλά επίπεδα των ημερήσιων εσόδων των πλοίων στις ναυλαγορές μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Αν και οι στρατηγικό σχεδιασμοί του Πεκίνου, όπως και των Δανών, για τους δρόμους του μεταξιού δεν αναμένεται να μεταβληθούν εξαιτίας της οικονομικής θέσης της κινεζικής και δανέζικης εταιρείας οι δυνατότητές τους για επενδύσεις ασφαλώς και επηρεάζονται , εξηγούν αναλυτές του κλάδου. Την ίδια ώρα ο επικεφαλής της Maersk, Nils Andersen που ακύρωσε άνω των δέκα παραγγελιών για ναυπηγήσεις μεγάλων πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων προειδοποιεί πως το παγκόσμιο εμπόριο δείχνει πως η διεθνής οικονομία αναπτύσσεται με πολύ χαμηλότερους ρυθμούς από αυτούς που αναμένει η αγορά και διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ ακόμα και στις πρόσφατες αναθεωρημένες προς τα κάτω προβλέψεις τους.
Η συγκυρία εκτιμάται πως διαμορφώνεται ως ιδιαίτερα αρνητική για τον διαγωνισμό του ΟΛΠ όχι γιατί αμφισβητείται η κομβική κυριολεκτικά σημασία του αλλά γιατί η οικονομική και χρηματοδοτική άνεση των υποψηφίων πλήττεται από το ευρύτερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Το ζήτημα δεν αφορά μόνον το τίμημα αυτό καθεαυτό αλλά κυρίως τις επενδύσεις που θα δεσμευτούν με τις προτάσεις τους να κάνουν στον Πειραιά. Επενδύσεις που συνδέοντα σύμφωνα με τους τροποποιημένους όρους του διαγωνισμού με το δικαίωμα του να αποκτήσουν το υπόλοιπο 16% έως το αρχικά προσφερθέν από το δημόσιο 67% του μετοχικού κεφαλαίου της εισηγμένης ΟΛΠ ΑΕ. Εάν στην εικόνα αυτή προστεθεί η εξαίρεση της παραλιακής ζώνης της Δραπετσώνας από την παραχώρηση και η αύξηση του ετήσιου τιμήματος επί του τζίρου που εισπράττει το δημόσιο από 2% σε 3,5% γίνεται αντιληπτό γιατί διατυπώνονται οι παραπάνω προβληματισμοί.
Δεν είναι λίγοι οι παράγοντες της αγοράς αλλά και της λιμενικής βιομηχανίας που εκτιμούν πως δυο χρόνια πριν, ακόμα και πέρυσι, οι μακροοικονομικές συνθήκες διεθνώς και ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκότερες για την πώληση του ΟΛΠ. "Ο χρόνος που χάθηκε θα κοστίσει χρήμα και επενδύσεις" αναφέρουν χαρακτηριστικά οικονομολόγοι.
Το ζήτημα όμως είναι κρίσιμο και διότι ο διαγωνισμός για τον ΟΛΠ είναι η πρώτη μεγάλη εμβληματικού χαρακτήρα ιδιωτικοποίηση που θα προχωρήσει υπό την νέα κυβέρνηση και η επιτυχία της θεωρείται ότι μπορεί να λειτουργήσει σε συνδυασμό με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ως σηματωρός για την μεταστροφή του διεθνούς επενδυτικού κλίματος γα την Ελλάδα