Το εκ του νόμου προβλεπόμενου ωράριο εργασίας για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και τι ισχύει σε περιπτώσεις υπέρβασής του περιγράφει αναλυτικά κείμενο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Ο χρόνος εργασίας είναι ζήτημα μεγάλης σπουδαιότητας για τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθώς αποτελεί τη χρονική διάρκεια κατά την οποία ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να θέτει καθημερινά ή και εντός μεγαλύτερης χρονικής περιόδου (εβδομάδα, μήνας κ.ο.κ.) την εργασία του στη διάθεση του εργοδότη. Πρόκειται, δηλαδή, για αυτό που αποκαλείται ωράριο εργασίας και συνήθως ορίζεται ως ημερήσιο ή εβδομαδιαίο.
Ο χρόνος εργασίας μπορεί να διαιρεθεί στις ακόλουθες κατηγορίες:
- Σε νόμιμο και σε συμβατικό ωράριο.
- Σε ημερήσιο και σε εβδομαδιαίο ωράριο.
- Σε κανονικό ωράριο, που έχει διάρκεια ίση είτε με το ανώτατο όριο του νόμιμου ή του συμβατικού ωραρίου, και στο πέραν από το κανονικό, που περιλαμβάνει την υπερεργασία και τις υπερωρίες (νόμιμες και παράνομες).
- Σε πλήρες και σε μειωμένο ωράριο.
- Σε συνεχές και σε διακεκομμένο ή σε εκ περιτροπής.
- Σε ημερήσιο και σε νυχτερινό.
Νόμιμο ωράριο εργασίας
Ο νόμιμος χρόνος εργασίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης και ισχύει ανεξάρτητα από το αν η σύμβαση εργασίας είναι έγκυρη ή άκυρη. Ως νόμιμο χαρακτηρίζεται το ωράριο που καθορίζεται από τον νόμο και αποτελεί την ανώτατη επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια απασχόλησης του εργαζομένου. Οι διατάξεις του νόμου ορίζουν το ανώτατο όριο νόμιμης απασχόλησης των εργαζομένων και είναι υποχρεωτικές.
Συνεπώς, δεν επιτρέπεται η ατομική συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη να παραβιάζει το νόμιμο ωράριο εργασίας, υπό την έννοια της συνομολόγησης μεγαλύτερου ημερήσιου ή εβδομαδιαίου χρόνου.
Για αυτό τον λόγο, μόνο μικρότερα ωράρια μπορούν να εφαρμοστούν και όχι μεγαλύτερα των νομίμων. Η εργασία πέραν των ορίων του νόμιμου ωραρίου θεωρείται και αμείβεται ως υπερωρία. Το νόμιμο ωράριο είναι οκτώ (8) ώρες την ημέρα και σαράντα οκτώ (48) ώρες την εβδομάδα (άρθρα 1 και 2 του ΠΔ 27/4.7.1932).
Ο συμβατικός χρόνος εργασίας
Συμβατικός χρόνος εργασίας είναι αυτός που καθορίζεται με συμφωνία (ατομική σύμβαση, κανονισμός συμβατικής ισχύς, πρακτική εκμετάλλευσης κ.ά.). Με το συμβατικό ωράριο εξομοιώνεται το ωράριο που θεσπίζεται με συλλογική σύμβαση εργασίας. Ήδη από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 1984 έχει καθιερωθεί (από 1/1/1984) η εβδομάδα των σαράντα (40) εργάσιμων ωρών. Όταν το συμβατικό ωράριο είναι βραχύτερο του νομίμου, η απασχόληση του εργαζομένου στο χρονικό διάστημα μεταξύ συμβατικού και νόμιμου ωραρίου δεν θεωρείται υπερωριακή απασχόληση αλλά υπερεργασία.
Υπέρβαση του ωραρίου εργασίας
1. Υπερεργασία
Σύμφωνα με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις (Ν. 3385/2005 όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3863/2010) η υπερεργασία διακρίνεται σε απλή και σε θεσμοθετημένη. Η απλή είναι η υπέρβαση του ατομικού συμβατικού χρόνου εργασίας μέχρι τις σαράντα (40) ώρες. Η θεσμοθετημένη είναι η υπέρβαση των σαράντα (40) ωρών κατά μία ώρα την ημέρα μέχρι τις σαράντα πέντε (45) ώρες την εβδομάδα [ή μέχρι τις σαράντα οκτώ (48) ώρες για όσους εργάζονται με το εξαήμερο σύστημα απασχόλησης].
Τα χαρακτηριστικά της θεσμοθετημένης υπερεργασίας μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: α) Υπολογίζεται κατ’ ανώτατο όριο σε εβδομαδιαία βάση β) Επιβάλλεται κατά την κρίση του εργοδότη στο πλαίσιο του διευθυντικού δικαιώματος. Βέβαια, όταν πρόκειται για υπερεργασία σε μονιμότερη βάση, απαιτείται συμφωνία του εργαζομένου γ) Η αμοιβή της περιλαμβάνει προσαύξηση 20%.
Η πραγματοποίηση της υπερεργασίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη και, εφόσον ζητηθεί από τον τελευταίο, αυτός είναι υποχρεωμένος να την παρέχει.
2. Υπερωριακή εργασία
Ως υπερωριακή απασχόληση νοείται γενικά η υπέρβαση του ανώτατου ημερήσιου νόμιμου χρόνου εργασίας στον ίδιο εργοδότη. Σύμφωνα με τον Ν. 3385/2005, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3863/2010, η απασχόληση πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πενθήμερο ή των σαράντα οκτώ (48) την εβδομάδα για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν εξαήμερο σύστημα εργασίας θεωρείται υπερωριακή απασχόληση και διέπεται από όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις και διαδικασίες έγκρισής της.
Προϋποθέσεις νόμιμης υπερωριακής εργασίας
α) Έγγραφη αναγγελία για την επικείμενη υπερωριακή απασχόληση από τον εργοδότη προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
β) Τήρηση ειδικού βιβλίου υπερωριών, θεωρημένο από την Επιθεώρηση Εργασίας.
γ) Μη υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου ωρών που καθορίζεται σε ημερήσια και σε ετήσια βάση. Ο νόμος καθορίζει τη διάρκεια της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης σε τέσσερις (4) ώρες (συμπεριλαμβανομένης και της υπερεργασίας) και θέτει ως ανώτατο ημερήσιο ωράριο το 12ωρο.
δ) Ύπαρξη ορισμένου λόγου που δικαιολογεί την υπερωριακή απασχόληση. Οι λόγοι αναφέρονται στον νόμο (επείγουσας φύσης εργασία, εξαιρετική σώρευση εργασίας, εργασία παραμονές εορτών, αναπλήρωση ωρών εργασίας).
Αμοιβή υπερωριακής εργασίας
Η υπερωριακή απασχόληση δίνει το δικαίωμα για επιπλέον αμοιβή (προσαύξηση), την οποία ορίζει ο νόμος σε ποσοστό 40% για υπερωρίες μέχρι 120 ώρες και σε 60% για τις επιπλέον των 120 ωρών, όπου αυτή επιτρέπεται. Η προσαύξηση υπολογίζεται στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, δηλαδή στο σύνολο των νόμιμων αποδοχών.
Μη νόμιμη (κατ’ εξαίρεση υπερωρία), σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο (άρθρα 1 και 4 Ν. 3385/2005 όπως τροποποιήθηκε στον Ν. 3863/2010) είναι η υπερωρία όταν πραγματοποιείται κατά παράβαση οποιουδήποτε από τους παραπάνω όρους. Ο εργαζόμενος, για την παράνομη υπερωριακή εργασία, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 80%. Ο υπολογισμός της προσαύξησης γίνεται επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και όχι επί του νόμιμου.
Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που ισχύει συμβατικό ωράριο μικρότερο των 40 ωρών την εβδομάδα, η απασχόληση πέραν του μικρότερου αυτού ωραρίου και έως 40 ώρες αμείβεται ως απλό ωρομίσθιο.