Ο καπετάνιος κοίταξε από το κομψό γραφείο του με θέα το λιμάνι στο
Αιγαίο και χαμογέλασε καθώς οι πανύψηλοι γερανοί στην προβλήτα
ξεφόρτωναν το ένα εμπορευματοκιβώτιο μετά το άλλο από ένα γιγαντιαίο
πλοίο, ενώ ρομποτικά οχήματα μεταφοράς μετέφεραν τα φορτία σε μικρότερα
πλοία με προορισμό τη Μεσόγειο.
Ο όγκος του φορτίου στο συγκεκριμένο λιμάνι είναι τριπλάσιος από ό,τι
ήταν πριν από δύο χρόνια, προτού ο καπετάνιος Φου Τσενγκ Κου, τεθεί
επικεφαλής από τον εργοδότη του την....
κινεζική εταιρεία “Cosco”, έναν παγκόσμιο κολοσσό της κινεζικής ναυτιλίας αμιγώς κρατικών συμφερόντων της χώρας όπου εδρεύει.
Κατόπιν της συμφωνίας που επιτεύχθηκε το 2010 ύψους € 500 εκατομμυρίων
($ 647 εκατομμυρίων) που εισέρρευσαν στα άδεια ταμεία του ελληνικού
κράτους, η “Cosco” μισθώνοντας το μισό του λιμανιού του Πειραιά
μετέτρεψε γρήγορα την τέως ελληνική κρατική επιχείρηση σε μία
αποτελεσματική επιχειρηματική μονάδα αυξημένης παραγωγικότητας.
Το άλλο μισό του λιμανιού εξακολουθεί να ανήκει στο ελληνικό κράτος. Και
το γεγονός ότι το συγκεκριμένο «δημόσιο» κομμάτι υστερεί επιχειρηματικά
σε σχέση με το υπόλοιπο ιδιωτικό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των
κατοχυρωμένων προνομιακών θέσεων εργασίας αλλά και των σχετικά υψηλών
μισθών – για όσους τουλάχιστον έχουν ακόμα την τύχη να δουλεύουν - που
έχουν καταπνίξει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
«Όλοι εδώ γνωρίζουμε ότι θα πρέπει να εργαζόμαστε σκληρά», είπε ο Φου,
υπό τη διοίκηση του οποίου η ιδιωτική «κινεζική» πλευρά του λιμανιού
έχει προσελκύσει νέους πελάτες, υψηλό όγκο κυκλοφορίας και μεγαλύτερα
πλοία.
Από όποια οπτική γωνία και εάν θεωρηθεί η συμμετοχή της “Cosco” στο
λιμάνι του Πειραιά, είναι αυτό ακριβώς που η Ελλάδα πρέπει να φιλοδοξεί
να πετύχει για το σύνολο της οικονομίας της προκειμένου να αποκαταστήσει
την ανταγωνιστικότητά της και να αντιμετωπίσει την οικονομική της ύφεση
σε μία εποχή που το ποσοστό ανεργίας στη χώρα αγγίζει το 24% με
αποτέλεσμα να ξεφύγει από την εξάρτηση των ευρωπαίων γειτόνων της για τα
επόμενα χρόνια.
Δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται σε διαδικασία πώλησης της
κρατικής περιουσίας για την πληρωμή του τεράστιου δημόσιου χρέους, το
ενδεχόμενο της χρηματοδοτικής μίσθωσης μπορεί να είναι δελεαστικό ή
ακόμη και η πώληση του υπολοίπου του λιμανιού στην Κίνα. Αλλά αν το
παράδειγμα της Cosco είναι αντιπροσωπευτικό όσον αφορά την απότομη
μείωση του κόστους εργασίας και τους κανόνες προστασίας των θέσεων
εργασίας, πολλοί Έλληνες μπορεί να είναι απρόθυμοι να δεχθούν μία τέτοια
αλλαγή.
«Οι συνδικαλιστές θα κοιτάξουν να αναβάλουν όσο μπορούν τη διαδικασία
πώλησης προκειμένου να διατηρήσουν την εργασιακή προστασία που
απολαμβάνουν», δήλωσε ο Βασίλης Αντωνιάδης, Διευθύνων Σύμβουλος του
Boston Consulting Group στην Ελλάδα. Αλλά η επένδυση της Cosco, είπε ότι
«αποδεικνύει πως οι - υπό ιδιωτικά κεφάλαια - ελληνικές εταιρείες
μπορεί να γίνουν ανταγωνιστικές σε παγκόσμιο επίπεδο.»
Ο Κινέζος καπετάνιος Φου από τη δική του οπτική σκοπιά, αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει πολλά να μάθει από εταιρείες όπως η δική του.
«Οι Κινέζοι θέλουν να βγάζουν χρήματα από τη δουλειά τους», είπε. Κατά
την άποψή του, πάρα πολλοί Ευρωπαίοι έχουν ακολουθήσει μία άνετη ζωή
μετά το τέλος του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου. «Ήθελαν μία καλή ζωή,
περισσότερες διακοπές και λιγότερη δουλειά», είπε καταλήγοντας: «Και
έτσι ξόδευαν χρήματα προτού καν τα αποκτήσουν. Τώρα έχουν βρεθεί με
πολλά χρέη.»
Hτρόικα των διεθνών δανειστών της Ελλάδας (Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ. και Ε.Ε.)
καλλιεργεί παρόμοια επιχειρήματα. Μεταξύ ζητά από τον Έλληνα Πρωθυπουργό
Αντώνη Σαμαρά, να άρει οποιαδήποτε προστατευτικά μέτρα για τα εργατικά
συνδικάτα και τους εργαζόμενους, απαιτώντας από την Ελλάδα να λειτουργεί
περισσότερο σαν μία παραγωγική σύγχρονη επιχείρηση.
Εκτός από τα $ 647 εκατομμύρια που έχουν εισρεύσει στα ταμεία της
ελληνικής κυβέρνησης, το κράτος έχει εξασφαλίσει και επιπρόσθετα έσοδα
από την είσπραξη φόρων, ως αποτέλεσμα της κινεζικής επιχειρηματικής
μίσθωσης μέρους του λιμανιού του Πειραιά.
Εκτός από κάποιους λίγους Κινέζους μάνατζερς , η “Cosco” εξασφάλισε
περίπου 1.000 θέσεις εργασίας για Έλληνες εργαζόμενους - σε σύγκριση με
τους περίπου 800 που εργάζονται στην αποβάθρα η οποία ανήκει ακόμη στο
ελληνικό δημόσιο.
Όσον αφορά το τμήμα της “Cosco”, η εμπορευματική κίνηση του λιμανιού
έχει υπερδιπλασιαστεί τον τελευταίο χρόνο, στα 1,05 εκατομμύρια
εμπορευματοκιβώτια. Και ενώ τα περιθώρια κέρδους είναι ακόμα οριακά - $
6,47 εκατομμύρια πέρυσι επί των πωλήσεων συνολικής αξίας $ 94,2
εκατομμυρίων - αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η κινεζική εταιρεία
επανατοποθετεί πολλά χρήματα στο λιμάνι.
Η “Cosco” δαπανά περισσότερα από $ 388 εκατομμύρια για τον εκσυγχρονισμό
της αποβάθρα ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί τη διακίνηση εμπορευμάτων
συνολικού αριθμού μέχρι και 3,7 εκατομμυρίων εμπορευματοκιβωτίων το
επόμενο έτος, το οποίο θα καθιστούσε το συγκεκριμένο λιμάνι ένα από τα
10 μεγαλύτερα του κόσμου. Από εκεί και πέρα, οι εργαζόμενοι, θεμελιώνουν
και μία δεύτερη προβλήτα της “Cosco”.
Η ελληνική επιχείρηση πλευρά του λιμανιού, που υπέμεινε μία σειρά από
εξουθενωτικές απεργίες των εργαζομένων για τρία χρόνια πριν τον ερχομό
της κινεζικής εταιρείας στην πόλη, έχει αναγκαστεί από τον κινεζικό
ανταγωνισμό να αναζητήσει τη δική της πορεία προς τον εκσυγχρονισμό.
Παρόλα αυτά, μόνο περίπου το ένα τρίτο των δραστηριοτήτων, αποτελείται
από τη διακίνηση φορτίων. Το υπόλοιπο των κερδών προέρχεται από την πιο
προσοδοφόρα κίνηση των επιβατικών πλοίων.
Επί σειρά ετών, ο τερματικός σταθμός των εμπορευματοκιβωτίων ήταν μία
κερδοφόρα επιχείρηση. Αλλά ο Χαρίλαος Ν. Ψαραύτης, καθηγητής του τομέα
των θαλάσσιων μεταφορών στη Σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών στην
Αθήνα, είπε ότι ήταν «αναποτελεσματική επειδή οι εργασιακές σχέσεις ήταν
πολύ δυσκίνητες.»
Οι μισθοί των εργαζομένων έφταναν περίπου τα $ 181.000 δολάρια το χρόνο,
μαζί με τις υπερωρίες. Οι μισθοί που συνήθως δίνει η “Cosco” ανέρχονται
συνήθως λιγότερο από το ετήσιο επίπεδο των $ 23.300. Στην ελληνική
πλευρά του λιμανιού, βάσει των εσωτερικών κανονισμών του εργατικού
συνδικάτου, για την κατασκευή μίας γερανογέφυρας απαιτείται μία ομάδα
εννέα εργαζομένων ενώ από την κινεζική μόλις τέσσερις.
«Ήταν απλά τρελό», θυμήθηκε ο κ. Ψαραύτης, ο οποίος διετέλεσε και
Διευθύνων Σύμβουλος στο λιμάνι την περίοδο 1996 – 2002 λέγοντας. «Τους
προειδοποίησα πως εάν εξακολουθούσαν με αυτούς τους ρυθμούς να
δουλεύουν, θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν. Αλλά δεν με άκουγαν.»
Δεδομένου ότι η “Cosco” είχε πλέον φτάσει, «ο ανταγωνισμός μας ανάγκασε
να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για να βρούμε καλύτερους τρόπους εργασίας»,
δήλωσε ο Σταύρος Χατζάκος, Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού Λιμένος
Πειραιώς επισημαίνοντας πως «οι εργαζόμενοι σκέφτονται δύο φορές το να
κάνουν απεργία και μία ότι θα πρέπει να δουλέψουν κάποια στιγμή».
Ειδικότερα, όσοι εργαζόμενοι παρέμειναν, έχουν υποστεί μισθολογικές
περικοπές ίσες με 20% στα πλαίσια των οριζόντιων περικοπών που έχει
επιβάλει η κυβέρνηση στους δημοσίους υπαλλήλους.
Από την άλλη πλευρά της σιδερένιας αλυσίδας που χωρίζει το λιμάνι στις
δύο εταιρείες, ο Κινέζος Φου δήλωσε ότι θα ενθουσιαζόταν με την
προοπτική να πουλήσει τελικά το ελληνικό κράτος στην “Cosco” και το δικό
της μερίδιο ώστε να περάσει πλέον στα χέρια της εταιρείας όλο το
λιμάνι. Η εν λόγω εξέλιξη, θα εδραίωνε την παρουσία των Κινέζων και την
κυριαρχία τους στη Νότια Ευρώπη και στα Βαλκάνια.
Μία τέτοια κίνηση όμως, θα μπορούσε να τύχει της έντονης αντίδρασης των
ελληνικών συνδικάτων και των αξιωματούχων του Ο.Λ.Π. οι οποίοι
επικρίνουν την παρουσία της “Cosco” στο λιμάνι.
«Είναι σα να μιλάμε για μία άλλη χώρα» είπε ο κ. Θανάσης Κοίνης,
αναπληρωτής Διευθυντής του Ο.Λ.Π. Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ένα
πρόσφατο πρωινό καθώς κοίταζε έξω από το παράθυρο του ερειπωμένου
γραφείου του, τους γερανούς στις αποβάθρες της Cosco.
Ο ίδιος καθώς και κάποιοι άλλοι Έλληνες κατηγορούν την “Cosco” για τη
χρήση και πρόσληψη ανειδίκευτου προσωπικού, που αποτελείται από
απελπισμένους ανθρώπους οι οποίοι απασχολούνται προσωρινά και αμείβονται
με χαμηλό μισθό.
Ο
Μπάμπης Γιακουμέλος που είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Λιμενεργατών,
υποστήριξε ότι η “Cosco” έχει, επίσης, εξοικονομήσει χρήματα από την
υπερπήδηση κάποιων βασικών κανόνων ασφαλείας που θα πρέπει να τηρούνται
για την ακεραιότητα της υγείας των εργαζομένων. «Έχουν έρθει εδώ,
ακολουθώντας τριτοκοσμικούς κανόνες εργασίας στην Ευρώπη», είπε.
Για τον Τάσο Βαμβακίδη, εμπορικός διευθυντής της Cosco στην Ελλάδα, όλα
αυτά δεν τον αγγίζουν καθόλου: «Είναι εύκολο να εξαπολύουμε κατηγορίες
κατά της Cosco. Αλλά όταν έρχεται εδώ, διαπιστώνει πως όλα δουλεύουν
σωστά.»
Ρίχνοντας ταυτόχρονα τη ματιά του στο κομμάτι του λιμανιού που τελεί υπό
τη διοίκηση του κράτους, πρόσθεσε: «Ίσως σε άλλους τερματικούς
σταθμούς, ο κόσμος να εργάζεται λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση, αν είναι
τόσο άσχημα τα πράγματα εδώ, γιατί χιλιάδες άνθρωποι ζητάνε να δουλέψουν
στην Cosco;»
Ο Δημήτριος Μπατσούλης αποτελεί, όμως, την εξαίρεση του κανόνα. Τον
περασμένο Φεβρουάριο απολύθηκε από την “Cosco”, αφού προσπάθησε να
οργανώσει μία επιτροπή εργαζομένων για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους
σχετικά με τις παραβιάσεις των κανόνων ασφάλειας που επανειλημμένα
γίνονται από την κινεζική εταιρεία.
Ο ίδιος δήλωσε ότι τα αφεντικά του τον είχαν βάλει στη «μαύρη λίστα»
αρκετές εβδομάδες νωρίτερα όταν εγκατέλειψε το κουβούκλιο του μηχανισμού
οδήγησης ενός γερανού, όταν ο θερμαντήρας χάλασε ένα χιονισμένο πρωί,
αφήνοντας τα χέρια του εκτεθειμένα στο βαρύ κρύο έχοντας να
αντιμετωπίσει τον έλεγχο της γιγάντιας μηχανής 49 πόδια πάνω από το
έδαφος, εκεί δηλαδή που βρίσκονταν η θέση του.
«Τόσο η δική μου ζωή όσο και των συναδέλφων μου κινδύνευε» είπε. Όταν
κατέβηκα να ζεσταθώ, ο διευθυντής του και ένα στέλεχος της Cosco τον
επέπληξαν για παρακώλυση της λειτουργίας της επιχείρησης. Μάλιστα από
ό,τι ανέφερε δεν τον φωνάξανε να πάει στη δουλειά για όλη την επόμενη
εβδομάδα.
«Εάν δουλεύετε στην Cosco, τότε ξέρετε με τι συνθήκες δουλεύουν στην
Κίνα», δήλωσε, ο οποίος μηνύει τώρα την εταιρεία για παράνομη απόλυση
και απλήρωτες υπερωρίες.
Η εταιρεία είπε ότι δεν θα σχολιάσει μία υπόθεση που εκκρεμεί. Αλλά ο
Φου υποστήριξε ότι δυσαρεστημένοι εργάτες όπως ο κ. Μπατσούλης αποτελούν
μειονότητα.
Ο ίδιος είπε ότι η εταιρεία του φρόντισε να μη δώσει την εικόνα του
«εισβολέα» στην ελληνική αγορά, εν μέρει με την πρόσληψη ελληνικών
επιχειρήσεων για την ανοικοδόμηση του προβλήτα και την επίβλεψη του
εργατικού δυναμικού σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία. Επανειλημμένα
υπερηφανεύεται πως η εταιρεία έχοντας μόνο επτά Κινέζους μάνατζερς,
εκπαίδευσε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες εργαζομένους της μέχρι τα
υψηλότερα εργασιακά standards.
Tο executiveγραφείο του Φου του οποίου η ανακαίνιση που πρόσφατα
ολοκληρώθηκε στοίχισε $ 1,29 εκατομμύρια, πιστοποιεί τις προσπάθειες της
κινεζοελληνικής εταιρικής διπλωματίας. Εικόνες από γλυπτά θεών της
ελληνικής μυθολογίας έχουν τοποθετηθεί απέναντι από πίνακες που
απεικονίζουν κινεζικούς δράκους, ενώ μία μεγεθυμένη φωτογραφία του
Κινέζου Προέδρου Χου Ζιντάο στέκεται δίπλα – δίπλα με τους Έλληνες
Πρωθυπουργούς κοσμώντας τη σπηλαιώδη αίθουσα συσκέψεων.
«Στην αρχή, οι Έλληνες ανησυχούσαν ότι οι Κινέζοι θα ερχόντουσαν εδώ και
θα κυβερνούσαν» είπε ο ίδιος συνεχίζοντας: «Αντί αυτού, δείξαμε στον
ελληνικό λαό ότι θέλουμε να τους βοηθήσουμε να αναπτυχθούν. Δεν θέλουμε
να τους πάρουμε τις δουλειές τους και να τις δώσουμε στους Κινέζους.»
Δεδομένου ότι η Ελλάδα αγωνίζεται για την αναμόρφωση της οικονομίας,
είπε, η “Cosco” αποτελεί μια ευκαιρία για τους Έλληνες εργαζόμενους και
την ίδια τη χώρα. «Η Cosco είναι το μέλλον τους», είπε, τελειώνοντας :
«Ήρθαμε στην Ελλάδα για να μείνουμε.»
* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στους Financial Times
http://ksipnistere.blogspot.gr