Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Άλλη μία άποψη

Πολιτική ανάλυση για την ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ

Του Στράτου Κανά*


Εδώ και τρία ( 3 ) χρόνια, τα δελτία ειδήσεων, διεθνή και ελληνικά, έχουν γίνει πρωτίστως οικονομικού περιεχομένου. Η λέξη κρίση δεσπόζει παντού. Μέσα σε αυτό τον καταιγισμό πληροφοριών, που αρχίζει από το δυσοίωνο διεθνές και ευρωπαϊκό τοπίο και καταλήγει σε πολιτικές που επηρεάζουν την καθημερινότητα μας.

Η σύγχρονη οικονομική επιστήμη έχει υποστεί πολλαπλή ήττα. Στην Ελληνική περίπτωση έχουμε αστοχίες πρόγνωσης λ.χ. σε ημερίδα που διοργανώθηκε την άνοιξη του 2011 στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, διατυπώθηκαν προβλέψεις, νούμερα, διαγράμματα και όλα τα συναφή που απεδείχθησαν σαφώς εσφαλμένα.

Το δε διαβόητο ΜΝΗΜΟΝΙΟ έπεσε έξω, παρά τα οικονομετρικά μοντέλα που το συνόδευαν. Ακόμη και το απλούστατο όσον αφορά το μάθημα της μακροοικονομίας των πρωτοετών φοιτητών των οικονομικών και πολιτικών πανεπιστημιακών σχολών, ότι η υφεσιακή διαδικασία οδηγεί σε μείωση τόσο του ΑΕΠ όσο και των κρατικών εσόδων, εκτοξεύοντας κρίσιμα μεγέθη, όπως έλλειμμα / ΑΕΠ και χρέος / ΑΕΠ , είναι ηλίου φαεινότερο. Στην Ελλάδα έχει γίνει κατάχρηση τόσο των οικονομικών όσο και των πολιτικών όρων έτσι ώστε να επικρατούν φαινόμενα Μακαρθισμού και Θατσερισμού , γιατί λ.χ. ο φορολογούμενος να πληρώνει τις υπερτιμολογήσεις των προμηθευτών του δημοσίου. Στο δημόσιο διάλογο κυριαρχεί ένα δίπολο πολιτικής ρητορικής αναθεωρητισμού ( ρεβιζιονισμός ).

Η μνήμη είναι η μαμή της Ιστορίας, η Ελλάδα προκειμένου να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποίησε την μνήμη, ο λαός θυμάται. Με τη μνήμη γίνεται αναπαραγωγή ιστορικών γεγονότων, νοημάτων ενεργητικά και όχι παθητικά.

Όταν εφαρμόζεις πολιτική, οικονομική, κοινωνική ή ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ όπου είναι και το θέμα μας όσον αφορά τον ΟΛΠ, παίζει σημαντικό ρόλο η μνήμη και πράττεις ανάλογα με τι έχει γίνει. Καλή Ναυτιλιακή Στρατηγική σημαίνει συνδυασμός σκοπών και μέσων, είναι η τέχνη να παράγεις ισχύ προς όφελος του κράτους και του λαού. Ασφαλώς, ο βάναυσος 20ος αιώνας θα μείνει στη συλλογική μνήμη περισσότερο για τις δικτατορίες τις οποίες γέννησε όπως η Χιτλερική Γερμανία, η Σταλινική Ρωσία, η Κίνα του Μάο και η Καμπότζη του Pol – Pot παρά για το φαινόμενο της δημοκρατικής μετάβασης, που εμφανίστηκε προς το τέλος του. Αρκετά από αυτά τα κράτη είναι μάλιστα ισχυρές δυνάμεις στη διεθνή πολιτική.

Η Κίνα είναι μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, από τη Σαουδική Αραβία προήλθαν οι περισσότεροι από τους τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει φέρει τη χώρα στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.

Παρά το χαμηλό, σε γενικές γραμμές, βιοτικό τους επίπεδο, οι μη δημοκρατικές χώρες ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου, ενώ παράλληλα εμφανίζουν υψηλά επίπεδα στρατιωτικών δαπανών και διαφθοράς, η οποία προάγει την Πολιτική Αστάθεια.

Για παράδειγμα, παρ’ ότι η σφαγή των δημοκρατικών διαδηλωτών στην πλατεία Τιέν Αν Μεν του ΠΕΚΙΝΟΥ το 1989 αποσιωπάται από τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, ακόμα και σήμερα το μήνυμα της είναι σαφές. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και το ΚΙΝΕΖΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ, ενώ έχει εισαγάγει μηχανισμούς αγοράς σε πολλούς τομείς της οικονομίας, δεν επέτρεψε την ιδιωτικοποίηση των μαζικών μέσων επικοινωνίας.

Ωστόσο, ανέκαθεν ο κομμουνισμός στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διέθετε ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά. Η εξουσία ασφαλώς ασκείται μέσω του ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, ωστόσο το ίδιο κόμμα ελεγχόταν και ελέγχεται από ελίτ που έχουν επιδείξει σημαντικό βαθμό ευελιξίας, ιδίως όσον αφορά τον ασπασμό εθνικιστικής αντιταξικής ρητορείας. Η επιτυχία του Κινεζικού Κομμουνισμού οφείλεται πρωτίστως στην έμφαση που δίνει στο στοιχείο του εθνικισμού. Ωστόσο, η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις και ο κυνισμός παραμένουν ενδημικά χαρακτηριστικά του ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ.

Οι μεταρρυθμίσεις δεν μετέτρεψαν την ΚΙΝΑ τόσο σε οικονομία της αγοράς, όσο σε μια πολιτικά ελεγχόμενη οικονομία, όπου τα μέλη του κόμματος, με συμπαραστάτες τους τοπικούς γραφειοκράτες και τους αξιωματικούς του στρατού, καιροσκοπούν και κερδοσκοπούν σε σύμπνοια με πιο συμβατικούς επιχειρηματίες.

Με τον τρόπο αυτό, οι νεόπλουτοι συνεχίζουν να εξαρτώνται από το πολιτικό σύστημα και δεν έχουν συμφέρον να επιδιώξουν την αλλαγή του. Παραταύτα, οι κομματικοί ηγέτες στο ΠΕΚΙΝΟ έχουν να αντιμετωπίσουν ένα μακρύ κατάλογο προκλήσεων στο εσωτερικό της χώρας, ορισμένες εκ των οποίων απορρέουν από αυτή καθ’ αυτήν την οικονομική ανάπτυξη.

Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα στις επαρχίες και τους πολίτες, τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα, τις αγροτικές εξεγέρσεις, την αύξηση της ανεργίας στα αστικά κέντρα, τη γήρανση του πληθυσμού, την ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη, την αναποτελεσματική κατανομή των κεφαλαίων, την εκτεταμένη διαφθορά, την ατμοσφαιρική ρύπανση ιδίως στα αστικά κέντρα, η λειψυδρία στο βόρειο τμήμα της χώρας, η μόλυνση των υδάτων με ανεπεξέργαστα απόβλητα, την αποψίλωση των δασών, η διάβρωση του εδάφους, τον κυνισμό του πληθυσμού έναντι του κόμματος και την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Το πιθανότερο είναι ότι η διαχείριση αυτών των προβλημάτων θα βασιστεί στις επιλογές που θα κάνουν οι κομματικοί ηγέτες από ένα μενού που συνδυάζει τις μεταρρυθμίσεις με τη καταστολή, παραταύτα όμως δεν προβλέπεται ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Με όλα αυτά ο κόσμος συνειδητοποιεί την αλήθεια της ναπολεόντειας ρήσης όταν ξυπνήσει ο κινεζικός γίγαντας, θα τρέμει όλη η γη. Έτσι, όπως και η χώρα, το κόμμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με σοβαρές προκλήσεις τα επόμενα χρόνια, το κατά πόσο θα μακροημερεύσει εξαρτάται από την ικανότητα του να διατηρεί τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και την αναβαθμισμένη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα.

Ο οικονομικός εθνικισμός και η ρεαλιστική θεωρία όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις για την συγκεκριμένη περίπτωση είναι επιβεβλημένα εργαλεία διότι στηρίζονται πάνω σε δύο βασικές αρχές. Η πρώτη είναι ότι το διακρατικό σύστημα είναι άναρχο, γεγονός που σημαίνει ότι κάθε κράτος οφείλει να προστατεύσει τα συμφέροντα του μέσα από τις σημαίνουσες και βαρύνουσες βιομηχανίες που κατέχει, για την Ελλάδα αυτό σημαίνει η ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ άρα ΟΛΠ και ΟΛΘ. Στην καρδιά κάθε παραλλαγής του οικονομικού εθνικισμού βρίσκεται η πεποίθηση ότι η οικονομική κοινότητα επιμένει και δρα προς όφελος όλων των μελών της. Η δεύτερη αρχή αφορά την κυριαρχία του κράτους στην πολιτική ζωή.

Το γεγονός ότι το κράτος είναι το κεντρικό όργανο μέσα από το οποίο τα άτομα μπορούν να εκπληρώσουν τους στόχους τους σημαίνει ότι εκείνο αποτελεί τον βασικό παίκτη στην εγχώρια και διεθνή σκηνή. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει, επομένως, να στοχεύει στη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν ισχυρότερου κράτους. Ο λόγος που οι επιχειρήσεις έχουν εξελιχθεί σε σημαντικούς οικονομικούς παίκτες είναι επειδή τα κράτη έχουν εγκαταλείψει τους ρυθμιστικούς κανόνες ή έχουν χαλαρώσει τον έλεγχο στη διακίνηση κεφαλαίων με αποτέλεσμα να παραδίδουν ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ συνεπικουρώντας και τα ΕΘΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ για το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ το Άρθρο 28. Άρα θα πρέπει να υιοθετήσουμε την δική μας αυτοτελή προσέγγιση έτσι ώστε να λαμβάνουμε στοιχεία από όλες τις προσεγγίσεις ανάλογα την περίπτωση και τον διεθνικό πολιτικό χρόνο που θα περιβάλλει το διεθνές σύστημα.

Η αξιοποίηση του ΟΛΠ πρέπει να γίνει με το μοντέλο της παραχώρησης δραστηριοτήτων και όχι με την πλήρη πώληση των μετοχών. Αυτό προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση αλλά συνάμα και των ευρωπαϊκών νομοθετικών επιταγών. Με την παραχώρηση δραστηριοτήτων υλοποιείται μία ιδιωτικοποίηση ηπίου χαρακτήρα προστατεύοντας τις εγχώριες βιομηχανίες χωρίς να παραδίδεται κατά πλάσμα δικαίου ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ όπως θα συμβεί στην αντίθετη περίπτωση. Εδώ θα πρέπει να ληφθεί η έννοια της διαπραγμάτευσης τόσο στο εσωτερικό, εθνικό επίπεδο όσο και στο εξωτερικό, διακρατικό επίπεδο.

Σημασία στην διαπραγμάτευση έχει να γνωρίζουμε το διακύβευμα δηλαδή τι ακριβώς παίζεται. Αυτό καλό είναι να εκφράζεται ποσοτικά, δηλαδή σε αριθμούς που δεν είναι πάντα εύκολο, λ.χ. αν πρόκειται για διατύπωση σε κάποια συμφωνία ή διακρατική συνθήκη, εδώ φαίνεται και η αξία της πληροφόρησης. Επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν η θεωρία της ανάλυσης κόστους – οφέλους έτσι ώστε να μην υποτιμήσουμε την μελλοντική αξία, ρίχνοντας τις μέλλουσες γενεές και ευνοώντας τις παρούσες. Αυτό συμπληρώνει την εξής πολιτική πραγματικότητα ότι οι μέλλουσες γενεές που ίσως δεν έχουν ακόμα καν γεννηθεί, δεν έχουν λέγειν στις τωρινές αποφάσεις.

Στην αντίθετη περίπτωση που γίνει πώληση μετοχών, τότε στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μείωση της παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στην οικονομία σε όφελος του ιδιωτικού τομέα αλλά για αντικατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου με το Δημόσιο άλλης χώρας. Στην πράξη θα έχουμε να κάνουμε με το Δημόσιο χώρας που δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ελέγχονται από κομμουνιστές που έχουν μετεξελιχθεί σε επιθετικούς καπιταλιστές προωθώντας τα συμφέροντα της δικιάς τους χώρας, μια τέτοια γεωπολιτική στρατηγική στο διεθνές σύστημα επηρεάζει ολόκληρο τον πλανήτη. Εδώ βλέπουμε καθαρά την απώλεια της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ και την Κινεζοποίηση της αγοράς.

Οι μεγάλες αλλαγές δεν θα επέλθουν από κάποια άρχουσα τάξη, αλλά από την ΝΕΑ ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ που την απαρτίζουν σχετικά νέοι στην ηλικία, που ενώ δεν έχουν περιουσία και εισοδήματα έχουν όμως την πρόσβαση στα SOCIAL MEDIA, GOOGLE, και γενικά φθηνή πρόσβαση στην γνώση και σε πληροφόρηση. Όση πρόσβαση σε αυτά έχει ένας εύπορος σχεδόν την ίδια έχει σήμερα και ένας φτωχότερος. Αυτή η ΝΕΑ ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ με διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων έχει την απαίτηση για καλύτερη διακυβέρνηση, περισσότερη δημοκρατία, αξιοπρέπεια, αξιοκρατία και ανθρωπιά.


* Ο κ. Κανάς είναι Πλοηγός – Τριτοετής φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: